- περιβάδην
- ΝΜΑεπίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα(«οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.)αρχ.με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. κατα-βάδην), βλ. και λ. βάδην].
Dictionary of Greek. 2013.